- πονταδόρος
- ο , πονταδόρα η карт, понтёр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πονταδόρος — ο, θηλ. όρα, Ν 1. αυτός που ποντάρει, που μετέχει σε τυχερά παιχνίδια με κατάθεση χρηματικού ποσού 2. μετρητικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική, αλλ. σημειοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντάρω + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
σημειοθέτης — ο, Ν (καλ. τέχν.) ειδικό μετρητικό όργανο που μεταφέρει όλα τα σημεία ενός προπλάσματος στο ακατέργαστο μάρμαρο το οποίο θα χρησιμοποιήσει ο γλύπτης, κν. πονταδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομο θέτης] … Dictionary of Greek
σημειοθέτης — ο ειδικό εργαλείο των γλυπτών, πονταδόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)